- στοίβασις
- και πιθ. γρφ. στίβασις, -άσεως, ἡ, Α [στοιβάζω]στοιβασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στοιβάσει — στοίβασις fem nom/voc/acc dual (attic epic) στοιβάσεϊ , στοίβασις fem dat sg (epic) στοίβασις fem dat sg (attic ionic) στοιβάζω pile aor subj act 3rd sg (epic) στοιβάζω pile fut ind mid 2nd sg στοιβάζω pile fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβασις — άσεως, ἡ, Α (πιθ. γρφ.) βλ. στοίβασις … Dictionary of Greek
στοιβάσιμος — ον, Α [στοίβασις] κατάλληλος για στοιβασία, δεκτικός στοιβασίας … Dictionary of Greek
στοιβασία — η, ΝΜΑ τοποθέτηση πραγμάτων σε στοίβες, σε επάλληλες σειρές, το στοίβαγμα νεοελλ. ναυτ. σωστή τοποθέτηση τού φορτίου ή τής σαβούρας τού πλοίου για την αποφυγή μετατοπίσεων σε περίπτωση θαλασσοταραχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοίβασις, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek